- μελλετικό(ν)
- τοτο πεπρωμένο («αν έναι κι ήτονε ποτέ τούτο μελλετικό μου, καλλιά το να 'χα γεννηθεί δίχως τών αμματιώ μου», Ερωφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μελλητικό(ν) (< μέλλω), ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. του επιθ. μελλητικός. Το -ε- αντί -η- πιθ. από επίδραση τού μέλλεται].
Dictionary of Greek. 2013.